Η ανορεξία της ύπαρξης
Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δε μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Η ανορεξία της ύπαρξης, Ποιήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011, pp. 9-10.
L’ANOREXIE DE L’EXISTENCE
Je n’ai pas faim, pas mal, je sens bon
si je souffre au fond de moi je n’en sais rien
je fais semblant de rire
je ne désire ni l’impossible
ni le possible, les corps
qui me sont interdits ne rassasient pas
mon regard. Parfois je lève les yeux
vers le ciel ardemment
à l’heure où l’éclat du soleil s’efface
et l’amant d’azur s’abandonne
au charme de la nuit.
Ma seule participation
au tournoiement du monde
est mon souffle régulier toujours.
Mais je me sens participer
d’une autre façon, étrange :
soudain m’angoisse
la souffrance humaine.
Elle s’étend sur la terre
telle une nappe rituelle
trempée de sang
qui recouvrant dieux et mythes
renaît éternellement
et s’identifie à la vie.
Oui, je voudrais pleurer
mais tout est sec, la source de mes larmes
aussi.
Katerina Anghelàki-Rooke, L’Anorexie de l’existence (2011) in La Chair beau désert, éditions Le miel des anges, 2018, page 131. Traduit du grec par Michel Volkovitch.
|
Retour au répertoire du numéro de février 2020
Retour à l' index des auteurs
Commentaires
Vous pouvez suivre cette conversation en vous abonnant au flux des commentaires de cette note.