Η ΑΛΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Μέσ’ απ’ τις ελιές έρχεται η Πηνελόπη
με τα μαλλάκια της όπως όπως μαζεμένα
κι ένα φουστάνι απ’ τη Λαϊκή,
μπλε μαρέν με άσπρα λουλουδάκια.
Μας εξηγεί πως δεν ήταν από προσήλωση
στην ιδέα «Οδυσσέας»
που άφηνε τους μνηστήρες χρόνια
να περιμένουν στο προαύλιο
των μυστικών συνηθειών του κορμιού της.
Εκεί στο παλάτι του νησιού
με τους φτιαχτούς ορίζοντες
μιας γλυκερής αγάπης
και το πουλί απ’ το παράθυρο
να συλλαμβάνει μόνον αυτό, το άπειρο
είχε ζωγραφίσει εκείνη με τα χρώματα της φύσης
την προσωπογραφία του έρωτα.
Καθιστός, το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο
βαστώντας μια κούπα καφέ
πρωινός, λίγο μουτρωμένος, λίγο χαμογελαστός
να βγαίνει ζεστός απ’ τα πούπουλα του ύπνου.
Η σκιά του στον τοίχο
σημάδι από έπιπλο που μόλις το σήκωσαν
αίμα από αρχαίο φόνο
μοναχική παράσταση του Καραγκιόζη
στο πανί, πίσω του πάντα ο πόνος.
Αχώριστοι ο έρωτας κι ο πόνος
όπως το κουβαδάκι κι ο μικρός στην αμμουδιά
το αχ! κι ένα κρύσταλλο που γλίστρησε απ' τα χέρια
η πράσινη μύγα και το σκοτωμένο ζώο
το χώμα και το φτυάρι
το γυμνό σώμα και το σεντόνι τον Ιούλιο.
Κι η Πηνελόπη που ακούει τώρα
την υποβλητική μουσική του φόβου
τα κρουστά της παραίτησης
το γλυκό άσμα μιας ήσυχης μέρας
χωρίς απότομες αλλαγές καιρού και τόνου
τις περίπλοκες συγχορδίες
μιας άπειρης ευγνωμοσύνης
για ό,τι δεν έγινε, δεν ειπώθηκε, δε λέγεται
νεύει όχι, όχι, όχι άλλο έρωτα
όχι άλλο μιλιές και ψιθυρίσματα
αγγίγματα και δαγκώματα
φωνούλες στα σκοτάδια
μυρωδιά από σάρκα που καίγεται στο φως.
Ο πόνος ήταν ο μνηστήρας ο πιο εκλεκτός
και του ’κλείσε την πόρτα.
L’AUTRE PÉNÉLOPE
À travers les oliviers vient Pénélope
avec ses cheveux attachés à la va-vite
et une robe achetée au marché
bleu marine avec des petites fleurs blanches.
Elle nous explique que ce n’était pas par dévouement
à l’idée « Ulysse »
qu’elle laissait les prétendants pendant des années
attendre sur le parvis
des habitudes secrètes de son corps.
Là-bas dans le palais de l’île
avec les horizons factices
d’un amour doucereux
et l’oiseau qui par la fenêtre
ne conçoit que ça, l’infini
elle avait dessiné elle-même avec les couleurs de la nature
le portrait de l’amour.
Assis, une jambe croisée sur l’autre
tenant sa tasse de café
matinal, un peu boudeur, un peu souriant
sortant tout chaud des plumes du sommeil.
Son ombre sur le mur
marque d’un meuble qu’on vient juste d’enlever
sang d’un meurtre ancien
unique représentation de théâtre d’ombre
sur la toile, derrière lui toujours le chagrin
comme le petit seau et le gamin sur le sable
le ah ! et un cristal qui nous a glissé des mains
la mouche verte et l’animal tué
la terre et la bêche
le corps nu et le drap de juillet.
Et Pénélope qui écoute maintenant
l’impressionnante musique de la peur
les percussions de la démission
le doux chant d’une journée tranquille
sans changements brutaux de temps et de ton
les accords compliqués
d’une immense reconnaissance
pour ce qui n’a pas été, n’a pas été dit, ne se dit pas
secoue la tête non, non, non, pas d’autre amour
plus de paroles et de chuchotements
de frôlements et de morsures
de petits cris dans l’obscurité
d’odeur de chair qui brûle à la lumière.
Le chagrin était le prétendant le plus exquis
et elle lui a fermé sa porte.
Katerina Anghelàki-Rooke, Beau désert, la chair [Ωραία έρημος η σάρκα] in Poèmes 1986-1996, Éditions Kastaniotis, Athènes, 1996. In Ce que signifient les Ithaques, 20 poètes grecs contemporains, anthologie bilingue, Biennale Internationale des Poètes en Val-de-Marne | Diffusion Le Temps des Cerises, 2013, pp. 42-43. Choix et traduction Marie-Laure Coulmin Koutsaftis.
ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΚΑΤΕΡΙΝΑ (1939-2020) Source ■ Katerina Anghelàki-Rooke sur Terres de femmes ▼ → L’anorexie de l’existence → 18e jour ou l’ordre nouveau des choses (extrait de Nature vide) [+ une notice bio-bibliographique] ■ Voir | écouter aussi ▼ → (sur YouTube) Katerina Anghelàki-Rooke lit un poème extrait de son dernier recueil |
Retour au répertoire du numéro d’août 2013
Retour à l’ index des auteurs
Commentaires
Vous pouvez suivre cette conversation en vous abonnant au flux des commentaires de cette note.